επιτελικός

επιτελικός
η , ό[ν]
1) штабной;

επιτελικόςή υπηρεσία — штабная служба;

επιτελικόςό γραφείο — канцелярия штаба;

2) служебный;

επιτελικόςή ενημέρωση — служебная информация


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "επιτελικός" в других словарях:

  • επιτελικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο επιτελείο (α. «επιτελικός χάρτης» β. «επιτελική υπηρεσία» γ. «επιτελικές ασκήσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • επιτελικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στο επιτελείο, που είναι του επιτελείου: Επιτελικός χάρτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιορδανίδης, Γεώργιος — (Κωνσταντινούπολη 1902 – Αθήνα 1978). Στρατιωτικός και μηχανικός. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Παρίσι και ακολούθησε στρατιωτικές σπουδές στη Σχολή Ευελπίδων και σε άλλες ανώτερες σχολές. Αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του αντιστρατήγου (1960).… …   Dictionary of Greek

  • Μάρσαλ, Τζορτζ Κάτλετ — (George Cutlet Marschall, Γιούνιονταουν, Πενσιλβάνια 1880 – Ουάσινγκτον 1959). Αμερικανός στρατηγός και πολιτικός. Φοίτησε στη Στρατιωτική Σχολή της Βιρτζίνια και διακρίθηκε ως επιτελικός αξιωματικός στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Από το 1939 έως το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»